Ονυχομυκητιάσεις στα παιδιά

Λοιμώξεις του δέρματος στο νεογνό

Παθήσεις όνυχων στα παιδιά

Τα νύχια αποτελούνται από σκληρή κερατίνη και σχηματίζονται από την αναδίπλωση του δέρματος που υπερκαλύπτει την ονυχοφόρο φάλαγγα. Στηρίζονται σε ένα τμήμα της επιδερμίδας με το οποίο είναι καλά προσκολλημένα.
Αποτελούνται από 4 ειδικά επιθήλια :

  1. την μήτρα
  2. το σώμα του όνυχα
  3. την κοίτη του όνυχα
  4. το υπωνύχιο

Α. Συχνές παθήσεις ονύχων

Αποτελούν μαζί με τις τραυματικές ανωμαλίες των ονύχων το 90-95% των παθήσεων στα παιδιά.

  1. Οξεία παρωνυχία
  2. Ατοπική δερματίτιδα
  3. Συγγενής μετατόπιση των μεγάλων δακτύλων των κάτω άκρων
  4. Είσφρηση ονύχων των μεγάλων δακτύλων των κάτω άκρων (Ingrown nails)
  5. Ονυχοτιλλομανία
  6. Φλυκταινώδης παρακεράτωση
  7. Ψωρίαση
  8. Κοιλωνυχία
  9. Τραυματική λευκονυχία – Υπονύχια αιμορραγία
  10. Τραχυωνυχία
  11. Μυρμηγκιές

Β. Σπάνιες παθήσεις ονύχων

  1. Ομαλός λειχήνας
  2. Γραμμοειδής λειχήνας
  3. Περιονύχιο ίνωμα
  4. Υπονύχια εξόστωση
  5. Σπίλος της μήτρας του όνυχα
  6. Ανονυχία – μικρονυχία
  7. Iso – Kikuchi σύνδρομο
  8. Ονυχο – επιγονατιδικό σύνδρομο
  9. Πολυδακτυλία
  10. Φυσαλιδώδης επιδερμόλυση
  11. Εκτοδερμική δυσπλασία
  12. Συγγενής παχυωνυχία
  13. Χρόνια βλεννογονοδερματική καντιτίαση

Ονυχομυκητίασεις:

Είναι συχνό αίτιο ονυχοδυστροφίας και στις περισσότερες περιπτώσεις εμφανίζεται σε ενήλικες. Τα παιδιά προσβάλλονται δύσκολα πιθανώς λόγω της ταχύτερης αύξησης των ονύχων γεγονός το οποίο εμποδίζει την εγκατάσταση του παθογόνου μύκητα και την εμφάνιση της λοίμωξης. Η επίπτωση παγκόσμια θεωρείται ότι αποτελεί το 2-18% του γενικού πληθυσμού (πολυκεντρική μελέτη στην Β. Αμερική δίνει ποσοστό 13,8%).

Ονυχομυκητιάσεις στα παιδιά

Επιδημιολογία

Η μυκητιασική λοίμωξη των ονύχων αν και πολλοί πιστεύουν λανθασμένα ότι δεν εμφανίζεται στην παιδική ηλικία, είναι μια όλο και περισσότερο αναγνωρισμένη ασθένεια στα παιδιά. Αποτελεί δε το ένα τρίτο των μυκητιασικών λοιμώξεων του δέρματος. Η συχνότητα στα παιδιά μικρότερα των 16 ετών κυμαίνεται σε 0,2-2,6 %. Σημαντικούς παράγοντες κινδύνου αποτελούν η μεγάλη ηλικία, το φύλο (απαντά συχνότερα στα αγόρια συγκριτικά με τα κορίτσια), το ιστορικό μυκητίασης ψιλού δέρματος στα κάτω άκρα ή στην οικογένεια, η διαβίωση σε μικρό σπίτι και η διαβίωση σε αγροτική περιοχή.

Αιτιολογία

Κύριος αιτιολογικός παράγοντας είναι τα δερματόφυτα με συχνότερο εκπρόσωπο το Τ. Rubrum τόσο στους όνυχες των άνω όσο και των κάτω άκρων. Άλλοι παράγοντες αποτελούν τα Τ. Mentagrophytes, T. Tonsurans, M. Canis. H συχνότητητα ονυχομυκητίασης στα παιδιά από είδη Candida (C. Albicans, C. parapsilosis) είναι μικρότερη συγκριτικά με τα δερματόφυτα και περισσότερο τους όνυχες των άνω άκρων.

Κλινικές εκδηλώσεις

Οι ονυχομυκητιάσεις κατατάσονται σε 6 κλινικούς τύπους: 1) την περιφερική ονυχομυκητίαση, 2) την εγγύς υπωνύχια, 3) την λευκή επιφανειακή 4) την ενδονύχια, 5) την ολική δυστροφική και 6) την καντιντιασική ονυχομυκητίαση. H καντιντιασική ονυχομυκητίαση εκδηλώνεται με τρεις κλινικές μορφές: α) Παρωνυχία και δευτεροπαθή ονυχία, β) Περιφερική προσβολή του όνυχα και γ) επί εδάφους χρόνιας δερματοβλεννογόνιας καντιντίασης.

Η Περιφερική υπονύχια ονυχομυκητίαση είναι η συνηθέστερη. Εμφανίζεται με προσβολή της κερατίνης στιβάδας του υπωνυχίου ή της πλάγιας ονυχιαίας πτυχής και επεκτείνεται καταλαμβάνοντας την κερατίνη στιβάδα του όνυχα. Προοδευτικά, δημιουργείται υπέγερση της ονυχιαίας πλάκας από την κοίτη της (υπωνύχια υπερκεράτωση), με συνοδό παρουσία αέρα υπό την μορφή καναλιών κάτω από αυτή, χαρακτηριστικό εύρημα της ονυχομυκητίασης. Οι συνθήκες αυτές , οδηγούν σε μια σειρά από σημαντικές αλλαγές, όπως απώλεια της στιλπνότητας του νυχιού, αλλαγή στο χρώμα του και ευθραυστότητα. Κλινικά παρατηρείται μια λευκή ή κιτρινο-καφεοειδής απόχρωση στο ελεύθερο άκρο του νυχιού ή στην πλάγια ονυχιαία πτυχή, η οποία επεκτείνεται αργά, με τάση προσβολής ολόκληρου του ονυχιαίου δίσκου. Το ελεύθερο άκρο του όνυχα θρυμματίζεται εύκολα, ενώ σταδιακά εμφανίζει υπωνύχια υπερκεράτωση και ίσως ονυχόλυση. Στην χρόνια βλεννογόνια καντιν’τίαση η Candida προσβάλλει απευθείας τον ονυχιαίο δίσκο και μπορεί να τον διηθήσει σε όλο το πάχος του. Κλινικά χαρακτηρίζεται από εκτεταμένη πάχυνση και δυστροφία στα νύχια, το περιωνύχιο είναι οιδηματώδες και ερυθρό, ενώ το δάκτυλο μπορεί να πάρει μορφή δίκην πλήκτρου τυμπάνου.

Διάγνωση

Η επιβεβαίωση της ονυχομυκητίασης θα πρέπει να γίνεται εργαστηριακά πριν την έναρξη της θεραπείας. Οι λόγοι που το υπαγορεύουν είναι πολλοί: α) ο αποκλεισμός νοσημάτων που δίνουν εικόνα μυκητιασικών ονυχιών, β) η ακριβής ταυτοποίηση του είδους του μύκητα, γ) η αποκάλυψη μικτών λοιμώξεων, δ) η αποκάλυψη λοιμώξεων από μη δερματόφυτα και ε) οι σοβαρές ανεπιθύμητες ενέργειες από τη συστηματική χορήγηση αντιμυκητιασικών φαρμάκων.

Οι διαγνωστικές εξετάσεις περιλαμβάνουν:

  1. Άμεση μικροσκοπική εξέταση αποκομμάτων νυχιών μετά από κατεργασία με ΚΟΗ (48% ευαισθησία).
  2. Καλλιέργεια μυκήτων (η ευαισθησία σε συνδυασμό με την άμεση μικροσκοπική εξέταση φτάνει σε ποσοστό 74%). Απαιτεί 2-4 εβδομάδες η ολοκλήρωση της καλλιέργειας.
  3. Ιστολογική εξέταση αποκομμάτων νυχιών έχει υψηλή ευαισθησία που εγγίζει το 90%.
  4. Η PCR (Polymerase Chain Reaction) με υψηλή ευαισθησία που εγγίζει το 95.3%. Αρνητικά αποτελούν το υψηλό κόστος και το ότι μπορεί να διαγνώσει μόνο τα είδη των μυκήτων για την οποία έχει προγραμματιστεί.

Διαφορική διάγνωση

Η διάγνωση της ονυχομυκητίασης είναι συχνά δύσκολη, καθώς μπορεί να ταυτιστεί με πολλές άλλες ονυχίες όπως:

  1. Συγγενής μετατόπιση των μεγάλων δακτύλων των κάτω άκρων.
  2. Συγγενή παχυωνυχία.
  3. Ονυχόλυση (δευτερογενής εκδήλωση ιογενούς ή μικροβιακής αιτίας, τραυματισμού, φαρμάκων).
  4. Ψωρίαση.
  5. Φλυκταινώδη παρακεράτωση.
  6. Υπονύχια εξόστωση.
  7. Υπονύχια μυρμηγκιά.
  8. Λευκονυχία.
  9. Μελανοκυτταρικές βλάβες.
  10. Ονυχία από Ομαλό λειχήνα, Ατοπική δερματίτιδα, Γυροειδή αλωπεκία.

Θεραπεία

Η ονυχομυκητίαση στα παιδιά δεν απαιτεί πάντα συστηματική αγωγή ιδιαίτερα εάν η βλάβη αφορά ένα νύχι και περιορίζεται στην έξω επιφάνεια αυτού καταλαμβάνοντας περιοχή μικρότερη από το 50% του συνόλου του νυχιού.

Τοπικά αντιμυκητιασικά είναι: 1) Ciclopirox 8%, 2) Amorolfine 5%, βρίσκονται δε στη τελική φάση κλινικών μελετών για παιδιά η Eficonazole 10% και Tavaborole 5% .

Αν και δεν υπάρχει μέχρι τώρα έγκριση από το FDA της Αμερικής για την συστηματική χορήγηση αντιμυκητιασικών φαρμάκων για τις ονυχομυκητιάσεις στα παιδιά εφαρμόζονται ήδη θεραπευτικές αγωγές λαμβάνοντας υπ΄όψιν το είδος του μύκητα, την σοβαρότητα της βλάβης και την πιθανότητα να έχει ήδη υποβληθεί σε προηγούμενη θεραπεία το παιδί. Τα κύρια αντιμυκητιασικά για την συστηματική θεραπεία των ονυχομυκητιάσεων στα παιδιά είναι: α) Terbinafine, β) Intraconazole, γ) Fluconazole. Η αγωγή δύναται να είναι συνεχής για διάστημα 6-12 εβδομάδων (ανάλογα εάν η βλάβη αφορά όνυχες άνω ή κάτω άκρων) ή σε θεραπεία ώσεων (μια εβδομάδα τον μήνα για 3-5 μήνες). Η από του στόματος χορήγηση είναι πιο αποτελεσματική ενώ η τοπική θεραπεία μπορεί να λειτουργήσει συνδυαστικά αυξάνοντας το ποσοστό ίασης.

Στα νέα αντιμυκητιασικά ανήκει μια Αζόλη (Τετραζόλη), η οποία βρίσκεται στην φάση 2b των κλινικών μελετών, αφήνοντας πολλές υποσχέσεις παρουσιάζοντας μεγάλη ευαισθησία και αποτελεσματικότητα στα είδη μυκήτων που εμπλέκονται στα νύχια χωρίς να επηρεάζει τα ηπατικά ένζυμα.

Βιβλιογραφία

  1. Gupta AK, et al. Onychomycosis in children. J Am Acad Dermatol 1997; 36: 395-402.
  2. Rodriguez-Pasos L, et al. Onychomucosis observed in children over a 20 years period. Mycoses 2011; 54: 450-453.
  3. Lange M et al. Onychomucosis is no longer a rare finding in children. Mycoses 2006; 49:55-59.
  4. Young LS, Arbuckle HA, Moorelli JG, et al. Onychomucosis in the Denver Pediatrics population, a retrospective study. Pediatr. Dermatology 2014; 31:106-108.
  5. Reichert-Penetrat S, Contet-Audonneau N, Barbaud A, et al. Epidemiology of dermatophytoses in children living in Norheast Franche: a 5 years study. Pediatr. Dermatol. 2002; 19:103-105.
  6. Romano C, Panini M, Ghilardi A, et al. Onychomycosis in children: a survey of 46 cases. Mycoses 2005; 48: 430-437.
  7. Westerberg DP, Voyack MJ. Onychomycosis: current trends in diagnosis and treatment. Am. Fam. Physician 2013; 88: 762-770.
  8. Chu DH, Rubin Al. Diagnosis and management of nail disorders in children. Pediatr. Clin. North. Am. 2014; 61: 293-308.
  9. Gupta AK, Skinner AR, Baran R. Onychomycosis in children: an overview. J. Drugs Dermatol. 2003; 2: 31-34.
  10. Haghani I, Shokohi T, Hajheidari Z, et al. Comparison of diagnostic methods in the evaluation of onychomycosis. Mycopathologia 2013; 175: 315-321.
  11. Feldstein S, Totri C, Friedlander SF. Antifungal therapy for onychomycosis in children. Clin. Dermatol. 2015; 33: 333-339.
  12. Elewski BE, Rich P, Pollak R, et. al. Eficonazole 10% solution in the treatment of toenail onychomycosis: two phase III multicenter, randomized, double-bind studies. J. Am. Acad. Dermatol. 2013; 68: 600-608.
  13. GuptaAK, Paquet M. Systemic antifungals to treat onychomycosis in children: a systemic review. Pediatr. Dermatol. 2013; 30: 294-302.
  14. Ameen M, Lear JT, Madan V, et. al. British Association of dermatologist. Guidelines for the management of onychomycosis 2014. Br. J. Dermatol. 2014; 171: 937-958.
  15. Watanabe S, Ishida K. Molecular diagnostic techniques for onychomycosis. Am J Clin Dermatol. 2017 April; 18(2): 281-286.
  16. . Ε. Κουμαντάκη – Μαθιουδάκη. Μυκητιασικές λοιμώξεις δέρματος: Ονυχομυκητιά- σεις. 2002; 89-106.
  17. Goldstein A, Bhatia N. Up to date. Onychomycosis: epidemiology, clinical features and diagnosis; Jun 26, 2017.
  18. Goldstein A, Bhatia N. Up to date. Onychomycosis: management; May 30, 2017.

Δερματίτιδα εξ επαφής

Η δερματίτιδα εξ επαφής μπορεί να προσδιοριστεί ως μια πολυμορφική φλεγμονώδης νόσος του δέρματος που δημιουργείται είτε από τοπική έκθεση σε κάποια τοξική ουσία είτε από αλλεργική αντίδραση σε κάποια ουσία. Η οξεία φάση χαρακτηρίζεται από κνησμό και έντονο ερύθημα το οποίο συνοδεύεται από οίδημα, βλατίδες, φλύκταινες (μερικές φορές πομφόλυγες), ενώ στην χρόνια φάση υπάρχει λειχηνοποίηση, υπερκεράτωση, απολέπιση και ρωγμές του δέρματος.

Από αιτιολογικής πλευράς διακρίνεται στην:

1. ερεθιστική δερματίτιδα εξ επαφής (ΕΔΕ): όταν η ερεθιστική ουσία έρχεται σε άμεση επαφή με το δέρμα προκαλώντας εκζεματική αντίδραση. Ο ερεθισμός αυτός οφείλεται περισσότερο σε αντίδραση του δέρματος στην άμεση επαφή του με την τοξική ουσία παρά σε ερεθισμό που συμμετέχει ανοσολογικό υπόστρωμα. Κύριοι αιτιολογικοί παράγοντες είναι το νερό, σκληρά σαπούνια, απορρυπαντικά, απολυμαντικά, διαλυτικά, οξέα, αλκάλια, πολυεστερικές ίνες, βρεφικά λάδια που περιέχουν αντισηπτικά όπως θειικό άλας οξυκινολίνης, συγκεκριμένα τρόφιμα, η σίελος, εντερικές εκκρίσεις, καλλυντικά και αποσμητικά.

2. αλλεργική δερματίτιδα εξ επαφής (ΑΔΕ): όταν πρόκειται για την εμφάνιση μιας επιβραδυνόμενης υπερευαισθησίας σε ένα αλλεργιογόνο. Το αλλεργιογόνο που προκαλεί αλλεργική αντίδραση περιγράφεται σαν μία ουσία η οποία δεν είναι αρχικά ερεθιστική κατά την πρώτη επαφή, με την επανειλημμένη όμως έκθεση προκαλεί αλλεργική αντίδραση επιβραδυνόμενου τύπου. Κύρια αίτια είναι μέταλλα (βινύλιο, νικέλιο), μαλακτικά, προϊόντα από φυσικό καουτσούκ, φάρμακα (νεομυκίνη, αιθυλενοδιαμίνη), αντισηπτικά ((μερκουρόχρωμα), το βάλσαμο του Περού (χρησιμοποιείται στην παραγωγή πάνας), αντιοξειδωτικά (μερκαπτοβενζοθιαζόλη, τετραμεθυλουρία), πλαστικά, και φυτά με κύριο εκπρόσωπο τον δηλητηριώδη κισσό.

Όσον αφορά τον παθογενετικό μηχανισμό, υπεύθυνες για την δερματίτιδα εξ επαφής είναι μη πρωτεϊνικές χημικές ουσίες οι απτίνες (ΜΒ <500 Daltons) που προκαλούν φλεγμονή του δέρματος είτε μέσω της ενεργοποίησης της φυσικής ανοσίας (ερεθιστική δερματίτιδα εξ επαφής) ή μέσω αντίδρασης υπερευαισθησίας επιβραδυνόμενου τύπου η οποία επιτυγχάνεται με την σύνδεση των απτινών με πρωτεΐνες φορείς. Οι απτίνες περνώντας την κερατίνη στιβάδα του δέρματος δεν είναι ανοσογόνες από μόνες τους αλλά αναγνωρίζονται από το ανοσοποιητικό σύστημα μετά από την σύνδεσή τους με πρωτεΐνη φορέα (κύτταρα Langerhans, δενδριτικά, μακροφάγα) .

Το σύμπλοκο απτίνη – πρωτείνη φορέας μεταφέρεται μέσω της λέμφου στην παραφλοιώδη μοίρα των τοπικών λεμφαδένων όπου ευαισθητοποιεί τα Τ λεμφοκύτταρα (CD8, CD4T cells) ως αντιγονοειδικά (φάση ευαισθητοποίησης). Στην συνέχεια τα ευαισθητοποιημένα Τ κύτταρα μεταφέρονται μέσω της κυκλοφορίας του αίματος στο δέρμα. Το σύμπλοκο απτίνης συνδέεται στον υποδοχέα TCR των ευαισθητοποιημένων Τ λεμφοκυττάρων (φάση αντίδρασης) διεγείροντας τα στην έκκριση κυτταροκινών IL-12 (TH1), IL-4 (TH2) με αποτέλεσμα τον σχηματισμό διηθήσεων στο δέρμα. Εκτός από τα βοηθητικά Τ κύτταρα φαίνεται ότι συμμετέχουν και άλλοι τύποι Τ κυττάρων όπως τα Τ κύτταρα φυσικοί φονείς ( ΝΚΤ) που παράγοντας ιντερλευκίνη (IL)-4 ενεργοποιούν τα Β κύτταρα τα οποία εκκρίνοντας IgM αντισώματα ενεργοποιούν το συμπλήρωμα και τη χημειοταξία των κυττάρων. Τα κύτταρα του Langerhans τελικά φαίνεται ότι παίζουν ρόλο περισσότερο στην ανάπτυξη ανοσολογικής ανοχής παρά στην αντίδραση υπερευαισθησίας (όπως κάποτε θεωρείτο). Στην προσπάθεια κατανόησης της παθοφυσιολογίας της δερματίτιδας εξ επαφής γίνονται αντιληπτοί μηχανισμοί που δίνουν ευκαιρία στην δημιουργία νέων φαρμακευτικών στόχων.

Η διάγνωση της δερματίτιδας εξ επαφής γίνεται από την πλήρη αξιολόγηση του ιατρικού ιστορικού του παιδιού για τον αιτιολογικό παράγοντα, τα κλινικά ευρήματα και τη δοκιμασία των επιθεμάτων (patch tests). Η ιστοπαθολογική εικόνα της δερματίτιδας εξ επαφής είναι γενικά μη παθογνωμονική και σπάνια επιτρέπει την διαφορική διάγνωση από άλλου είδους έκζεμα.

Θεραπευτικά στόχος σε κάθε τύπο δερματίτιδας εξ επαφής, είναι ο εντοπισμός και η πλήρης αποφυγή του αλλεργιογόνου. Η κύρια θεραπευτική αγωγή περιλαμβάνει τα κορτικοστεροειδή, την συστηματική χρήση αντι’ι’σταμινικών και αντικνησμικών φαρμάκων καθώς και την εφαρμογή ενυδατικών κρεμών ή αλοιφών. Αν και τα τοπικά κορτικοστεροειδή είναι ο στυλοβάτης της θεραπείας, σε περιπτώσεις σοβαρής αλλεργικής δερματίτιδα εξ επαφής (δηλητηριώδης κισσός), χρειάζεται συχνά να αντιμετωπίζεται με συστηματικά κορτικοστεροειδή.

Άλλη θεραπευτική προσέγγιση αποτελούν τα τοπικά ανοσοτροποποιητικά (TIMS – tacrolimus), προσφέροντας πλεονεκτήματα ασφάλειας σε σχέση με τα τοπικά κορτικοστεροειδή, καθώς και η φωτοθεραπεία με PUVA [ένα συνδυασμό ψωραλενίου (φωτοευαισθητοποιητής) και υπεριώδους Α ακτινοβολίας] που αφορά ενήλικες ασθενείς με χρόνια αλλεργική δερματίτιδα εξ επαφής μη ελεγχόμενη καλά με τα τοπικά κορτικοστεροειδή.

Τέλος τα ανοσοκατασταλτικά χρησιμοποιούναι σπάνια για τη θεραπεία ανθεκτικών περιπτώσεων σοβαρής, χρόνιας, εκτεταμένης αλλεργικής δερματίτιδας εξ επαφής ή σοβαρής δερματίτιδας στα χέρια που εμποδίζει έναν ασθενή από την εργασία ή την εκτέλεση των καθημερινών δραστηριοτήτων.

Θεραπεία ψώρας

Οδηγίες για τη θεραπεία ψώρας:

  1. Για τρία (3) συνεχή βράδια και μετά από ένα καλό πλύσιμο σε όλο το σώμα, αλείφουμε όλο το σώμα από το λαιμό και κάτω με τη λοσιόν BENZOGAL, ακόμη και κάτω από τα νύχια και στη περιοχή των γεννητικών οργάνων.
  2. Η ίδια διαδικασία, αλλά μόνο για δύο (2) φορές θα επαναληφθεί μετά από 1 εβδομάδα .
  3. Η ίδια διαδικασία (τα 3 βράδια και τα 2 μετά) θα γίνεται και για όλα τα μέλη της οικογένειας και αυτών που έρχονται σε άμεση επαφή μαζί τους.
  4. Για παιδιά μέχρι 2 ετών το Βenzogal θα αραιώνεται 1/3 με νερό και για παιδιά 2-6 ετών θα αραιώνεται ½ με νερό.
  5. Τα ρούχα και τα σεντόνια θα πλένονται καθημερινά με καυτό νερό.
  6. Τα στρώματα και η κουβέρτες θα πρέπει να παραμένουν τουλάχιστον 24 ώρες στον ήλιο.
  7. Τα παπούτσια, το ρολόι του χεριού και τα άλλα προσωπικά είδη πρέπει να ψεκάζονται με κάποιο εντομοκτόνο του εμπορίου.